- ψιλήπλευρα
- ψιλήπλευρα, =A ofellas iuscellatas, Gloss.; cf. ψιλόπλευρον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψιλήπλευρα — τὰ, Α βλ. ψιλόπλευρον … Dictionary of Greek
ψιλόπλευρον — τὸ, πληθ. και ψιλήπλευρα, ΜΑ 1. άρθρωση 2. ώμος 3. πλευρά αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. αμάρτυρου επιθ. *ψιλόπλευρος < ψιλός + πλευρος (< πλευρόν), πρβλ. πλατύ πλευρον] … Dictionary of Greek